οἰδήματος

οἰδήματος
οἴδημα
swelling
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αίμαρθρο — Συγκέντρωση αίματος μέσα στην άρθρωση. Μπορεί να συμβεί μετά από τραυματισμό ή να οφείλεται σε αδυναμία του αίματος να σχηματίζει θρόμβους. Η άρθρωση πρήζεται, πονάει και παθαίνει δυσκαμψία. Η τοποθέτηση παγοκύστης βοηθά στη μείωση του οιδήματος …   Dictionary of Greek

  • βουβώνιον — βουβώνιον, το (Α) [βουβών] ονομασία φυτού που το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία βουβωνικού οιδήματος …   Dictionary of Greek

  • κνίδωση — Δερματοπάθεια αντιδραστικού τύπου που εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές με εξάνθηση μικρών ή μεγάλων κνησμωδών βλατίδων, με ερυθρωπή φλεγμονώδη περιφέρεια και λευκωπή υπερυψωμένη κεντρική βλάβη. Το εξάνθημα μπορεί να είναι περιγεγραμμένο ή… …   Dictionary of Greek

  • κογχοτομή — η εκτομή τμήματος ρινικής κόγχης σε περίπτωση υπερπλασίας ή χρόνιου οιδήματος τού βλεννογόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. conchotomy, < conch (πρβλ. κόγχη) + συνδετικό φωνήεν ο + tomy (πρβλ. τομή)] …   Dictionary of Greek

  • μπέρι-μπέρι — (Ιατρ.). Νόσος που προκαλείται από έλλειψη της βιταμίνης Β1 και εκδηλώνεται με διαταραχές του νευρικού συστήματος (πολυνευρίτιδα), του πεπτικού (ανορεξία και δυσκοιλιότητα) και του καρδιοαναπνευστικού (κυκλοφορική ανεπάρκεια). Προέρχεται από τη… …   Dictionary of Greek

  • οιδηματώδης — ες (Α οἰδηματώδης, ῶδες) [οίδημα] 1. αυτός που εμφανίζεται με τη μορφή οιδήματος, όμοιος με οίδημα 2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος …   Dictionary of Greek

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • προοίδημα — το, Ν η αύξηση τού βαθμού υδάτωσης τών ιστών τού οργανισμού πριν από την εμφάνιση οιδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οίδημα «φούσκωμα, πρήξιμο»] …   Dictionary of Greek

  • συνάχι — (Ιατρ.). Φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου, ιογενούς αιτιολογίας (ρινοϊοί), μεταδοτική. Η φλεγμονή, εξαιτίας του οιδήματος που προκαλεί στο ρινικό βλεννογόνο, αλλοιώνει βαθιά το ρυθμό της αναπνευστικής λειτουργίας, γιατί δεν επιτρέπει να περνάει… …   Dictionary of Greek

  • ταπείνωση — η / ταπείνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ταπεινῶ, ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταπεινώνω, ηθική μείωση, εξευτελισμός μσν. αρχ. ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη αρχ. 1. ελάττωση ύψους 2. σμίκρυνση 3. ελάττωση οιδήματος 4. φαυλότητα ύφους 5. αστρολ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”